στρώμα

στρώμα
το / στρῶμα, ΝΜΑ
καθετί που στρώνεται πάνω σε κρεβάτι ή απευθείας σε δάπεδο και χρησιμεύει για κατάκλιση και ύπνο επάνω του, ιδίως ο επίπεδος ορθογώνιος σάκος από ανθεκτικό ύφασμα που είναι γεμάτος από μαλακό υλικό, όπως λ.χ. μαλλί, βαμβάκι ή άλλο, και χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό, αλλ. στρωμνή, στρωσίδι
νεοελλ.
1. καθετί που στρώνεται και καλύπτει μια επιφάνεια, στιβάδα (α. «στρώμα χιονιού» β. «στρώμα ελαιοχρώματος»)
2. νοητή ζώνη τής ατμόσφαιρας, τής θάλασσας ή τής στερεάς μάζας τής Γης
3. γεωλ. στιβάδα ενός ιζηματογενούς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκρηξιγενούς πετρώματος που ορίζεται από δύο επίπεδα στρώσης τα οποία προκύπτουν από ορατές αλλαγές στο μέγεθος τών κόκκων και στην υφή τους ή από άλλα χαρακτηριστικά τών πετρωμάτων πάνω και κάτω από αυτά
4. βιολ. α) ημίρρευστη θεμελιώδης ουσία που πληροί το εσωτερικό τού μιτοχονδρίου
β) θεμελιώδης ουσία που πληροί το εσωτερικό τών πλαστιδίων
5. ανατ. η συνδετική-αγγειακή υφή ενός ιστού που αποτελεί πλέγμα με σημαντικό μεταβολικό ρόλο στην ανταλλαγή και μεταφορά ουσιών, όπως είναι λ.χ. το στρώμα τής ωοθήκης στο οποίο είναι βυθισμένα τα ωοθυλάκια
6. ζωολ. οργανικό δίκτυο τού σκελετού τών εχινοδέρμων
7. (μυκητ.) μάζα μυκηλλιακών ινών, τών οποίων η συσσωμάτωση είναι χαλαρή ή προχωρημένη, μάζα πάνω στην οποία μπορούν να παραχθούν οι σποριοφόρες δομές
8. (μετεωρ.) κύριος τύπος νεφών που έχει, γενικά, μορφή στιβάδας γκρίζου χρώματος, με ομοιόμορφη κορυφή και βάση και με χαρακτηριστικά ομίχλης, η οποία όμως δεν εφάπτεται με την επιφάνεια τού εδάφους
9. μτφ. (κοινων.) κοινωνική κατηγορία και, ειδικότερα, κοινωνικοοικονομικό επίπεδο τής κοινωνίας αποτελούμενο από άτομα τής ίδιας ή παρόμοιας κοινωνικής θέσης (α. «μικροαστικά στρώματα» β. «μεσαία στρώματα»)
10. φρ. α) «στρώμα αέρα»
τεχνολ. η αεροστιβαδα στην οποία πραγματοποιείται η στήριξη τών κάθε είδους οχημάτων που κινούνται με αερολίσθηση
β) «οριακό στρώμα»
φυσ. το στρώμα τού αέρα που βρίσκεται σε επαφή με την επιφάνεια κινούμενου σώματος στην ατμόσφαιρα
γ) «χαρακτηριστικό στρώμα» ή «καθοδηγητικό στρώμα»
γεωλ. ορίζοντας μιας ακολουθίας πετρωμάτων που διακρίνεται εύκολα από τα φυσικά χαρακτηριστικά του και μπορεί να αναγνωριστεί σε εκτεταμένες οριζόντιες αποστάσεις
δ) «είμαι στο στρώμα»
μτφ. είμαι κλινήρης, ασθενής
ε) «να τά φάει στο στρώμα» — να τά ξοδέψει στους γιατρούς
στ) «αχύρινο στρώμα» — στρωμνή
αρχ.
1. κάλυμμα, ιδίως αλόγου, υπόσαγμα
2. πάτωμα
3. στον πληθ. τὰ στρώματα
α) τα καλύμματα τών ανακλίντρων για το δείπνο
β) όγκοι πάνω στους οποίους θεμελιώνονταν ξύλινες γέφυρες
4. φρ. «στρώματα ὑποσπῶ» — τραβώ τα στρώματα κάτω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. -στρω-μαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. τρῶ-μα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρῶμα — anything spread neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρώμα — το 1.ό,τι καλύπτει μια επιφάνεια: Στρώμα σκόνης σκέπασε τα πάντα. 2. αυτό που τοποθετείται στο κρεβάτι για να γίνει μαλακό: Κοιμόταν σε μαλακό στρώμα. 3. ζώνη της ατμόσφαιρας ή της στερεής μάζας της Γης: Στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… …   Dictionary of Greek

  • ασθενόσφαιρα — Στρώμα της Γης που βρίσκεται σε βάθος μεταξύ 75 και 250 χιλιομέτρων και, σύμφωνα με τα αποτελέσματα σεισμολογικών ερευνών, βρίσκεται σε κατάσταση μερικής τήξης. Πάνω στην α. θεωρείται ότι ολισθαίνει η λιθόσφαιρα, δηλαδή το στρώμα που περιλαμβάνει …   Dictionary of Greek

  • στρῶμ' — στρῶμα , στρῶμα anything spread neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζελατινώδες περίβλημα — Στρώμα αποτελούμενο από γλυκοπρωτεΐνες και θειούχους πολυσακχαρίτες, που περιβάλλει το ωάριο πολλών οργανισμών. Χρησιμεύει για την προσέλκυση και την ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων. Συγκεκριμένα, μία γλυκοπρωτεΐνη του ζ.π. συνδέεται με το… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… …   Dictionary of Greek

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • στιβάδα — η / στιβάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων») 2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”